- παρευρέσει
- παρεύρεσιςpretextfem nom/voc/acc dual (attic epic)παρευρέσεϊ , παρεύρεσιςpretextfem dat sg (epic)παρεύρεσιςpretextfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιταίος — κοιταῑος, αία, ον (AM) [κοίτη] το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῑον (για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη αρχ. 1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι 2. φρ. α) «κοιταῑος γίγνομαι» i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει … Dictionary of Greek